ελεφαντένιος, -ια, -ιο

ελεφαντένιος, -ια, -ιο
1. ο κατασκευασμένος από ελεφαντόδοντο, ελεφάντινος, φιλντισένιος: Στο ελεφαντένιο αδράχτι (Ι. Γρυπάρης).
2. (για ξίφος), που έχει λαβή από ελεφαντόδοντο: Και τραγουδούσαν το σπαθί το ελεφαντένιο (Κ. Παλαμάς).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ελεφαντένιος — α, ο 1. ελεφάντινος 2. (για ξίφος) αυτός που έχει λαβή από ελεφαντόδοντο …   Dictionary of Greek

  • ελεφάντινος — η, ο 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον ελέφαντα, που είναι του ελέφαντα. 2. ελεφαντένιος (βλ. λ.,1). 3. ο λευκός σαν το ελεφαντοκόκαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”